Ακέφαλοι

Ακέφαλοι
Χαρακτηρίζονται έτσι στην εκκλησιαστική ιστορία οι μονοφυσίτες της Αιγύπτου που αποκήρυξαν τον πατριάρχη Αλεξανδρείας Πέτρο τον Μογγό, γιατί είχε συνυπογράψει με τους πατριάρχες Αντιοχείας Πέτρο τον Γναφέα και Ιεροσολύμων Μαρτύριο το γνωστό Ενωτικόν των Ζήνωνα - Ακάκιου. Οι μονοφυσίτες αυτοί αποσκίρτησαν από το πατριαρχείο Αλεξανδρείας και αποτέλεσαν ανεξάρτητη ομάδα, χωρίς επίσκοπο, γι’ αυτό και ονομάστηκαν Ακέφαλοι. Την ίδια ονομασία πήραν επίσης και όλοι εκείνοι που δεν δέχονταν το Ενωτικόν. Οι Α. επέφεραν ουσιαστικές αλλαγές στην τελετή των μυστηρίων. Με προσωπικές προσπάθειες του αυτοκράτορα Ιουστινιανού έγινε δυνατή τελικά η ένωσή τους με τους ορθοδόξους. Ο Άγιος Γεώργιος, φορητή εικόνα της εποχής της δραστηριότητας των Ακεφάλων. Ο άγιος αυτός είναι εξαιρετικά δημοφιλής στους μονοφυσίτες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀκέφαλοι — ἀκέφαλος headless masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Акефалы — У этого термина существуют и другие значения, см. Акефалы (значения). Акефалы (греч. ἀκέφαλοι  «безглавые»)  в древней христианской церкви название ряда церковных групп.[1] Впервые было применено к участникам Третьего Вселенского собора …   Википедия

  • безглавьници — БЕЗГЛАВЬНИ|ЦИ (2*), КЪ с. мн. Еретики, принадлежащие к секте, отрекшейся от своего патриарха, главы: Безглавьници. Безглавьници иже ѥдинѥниѥмь зинона ц(с)рѩ не||брѣгъше. ˫ако не изгънавъшемоу ст҃го събора. иже въ калхидонѣ оц҃ь отъвьргъшасѩ. ѡ(т) …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Acéphales (religion) — Acéphales (du grec Άκέφαλοι, « dépourvus de tête » ou « de chef », formé de ά privatif et de κεφαλή, « tête ») est le nom donné à un courant de chrétiens monophysites intransigeants qui se séparèrent des évêques qui… …   Wikipédia en Français

  • ακέφαλος — Αυτός που δεν έχει κεφάλι. Ο άναρχος. Μεταφορικά, ο απερίσκεπτος, ο ανόητος, ο άμυαλος. (Βοτ.) Ονομασία της ωοθήκης που είτε δεν έχει στύλους είτε αυτοί φύονται από τα πλάγια ή τη βάση της (π.χ. βοραγινίδες, χειλανθή). (Ζωολ.) Ονομασία που δόθηκε …   Dictionary of Greek

  • АКЕФАЛЫ — [греч. ἀκέφαλοι безглавые], в эпоху христологических споров название, прилагавшееся к различным церковным партиям. В частности, так называли тех участников Всел. III Собора (Эфес, 431), к рые не последовали ни за свт. Кириллом Александрийским, ни …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”